ασκημομούρης, -α, -ικο

ασκημομούρης, -α, -ικο
αυτός που έχει άσκημο πρόσωπο, δύσμορφος: Αυτόν τον ασκημομούρη θα πάρω άντρα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασχημομούρης, ο — ασχημομούρης, α, ικο βλ. ασκημομούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”